- πεπνυμενως
- πεπνυμένωςπεπνῡμένωςрассудительно, разумно Democr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεπνυμένως — Α επίρρ. με σύνεση, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπνυμένος, μτχ. τού πέπνυμαι*] … Dictionary of Greek
πεπνυμένως — πέπνυμαι to be conscious perf part mp masc acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)